Νομίζω
ότι όταν γεννήθηκα, δεν γεννήθηκα ολόκληρη. Ενα μέρος μου φράκαρε μέσα στη
μήτρα, σφήνωσε στα τοιχώματά της και αρνιόταν να γεννηθεί.
Μπορεί
και να το κράτησε η μαμά μέσα της για να τη ζεσταίνει, αλλά όταν μεγαλώσω θα
της το πάρω. Δεν θα της το επιστρέψω ποτέ. Εκείνη δεν με έδιωξε απ’ το σώμα της
παριστάνοντας τον Θεό;
Θυμάμαι
ακόμα τις σαπουνάδες που γλιστρούσαν στο σώμα μου καθώς κολυμπούσα. Ερχόμουν κατά συρροή. Τα νερά του ποταμού ήταν
κίτρινα και χύνονταν μέσα μου. Γύρω γύρω είχε μουσική -για όχθες. Κάποιος με
έσπρωχνε να βγω. Βγήκα. Ήταν η τελευταία
μέρα που ήμουν ελεύθερη: Η μέρα που γεννήθηκα.
Εξω
έκανε κρύο. Βγαίνοντας απ’ το σπίτι, η θάλασσα έλειπε. Τα όστρακα, οι
χρωματιστές πεταλίδες, τα κίτρινα νερά, η μαγεία του βυθού, είχαν εξαφανιστεί. Δεν είχα πια τίποτε να πω, μόνο να θυμάμαι· κι όμως, μόλις
άρχιζα να μαθαίνω να μιλώ. Στην αρχή με κραυγές· απελπισίας. Μετά με
πραγματικές λέξεις, που απεδείχθη ότι δεν ήταν καθόλου πραγματικές. Ετσι,
επέστρεψα ξανά στις κραυγές μου. Εβλεπα
το άγαλμα του εαυτού μου στημένο· σε έναν σταθμό, σε ένα σχολείο, σε ένα σπίτι,
σε ένα επάγγελμα, σε έναν έρωτα, σε μια ζωή. Γιατί έπρεπε να
περάσω από τόσους θανάτους;
Οι
Ινδιάνοι λένε ότι η ποίηση συμβαίνει
όταν ένα ρήμα, ένα ουσιαστικό κι ένα επίθετο συναντιούνται για πρώτη φορά. Η
ερώτηση δεν είναι αν σου αρέσει, αλλά αν την αντέχεις. Η συντριβή είναι
δεδομένη. Θα ήθελα να
κατασκευάζω τα πράγματα, αλλά εδώ έξω ήταν αδύνατον. Πάτησα, λοιπόν, πάνω στη
σκιά μου και ανέβηκα σ’ έναν βράχο. Μάζεψα τους ήλιους που βρήκα, τους έκανα
κέικ. Γύρω γύρω στόλισα φως. Το φως περπατούσε ξυπόλυτο πάνω στην τούρτα. Οι
πατούσες του ήταν ξεβαμμένες. Το ίδιο και οι δικές μου. Η πρώτη μου ποιητική προσπάθεια ήταν στη διαπασών.
Τώρα
θέλω να επιστρέψω και δεν μπορώ. Σ’ αυτό που έζησε απ’ τη βροχή. Πόσο τοις
εκατό σκουριά, πόσο τοις εκατό χαμόγελο; Το ουράνιο τόξο έχει πηδήξει απ’ το
μπαλκόνι. Η σπηλιά με τα κίτρινα νερά και τις χρωματιστές πεταλίδες έχει
γκρεμιστεί. Ό,τι έκανα, δεν το
έκανα εγώ. Το έκαναν οι άλλοι, για τους οποίους δεν ευθύνομαι. Ομως, βαρύνομαι.
Σχεδόν αποκλειστικά.